ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ …………………………………………………………

ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………...

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ……………………………………………………..

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ …………………………………..

i)                    Οι χώρες του Ο.Ο.Σ.Α.  ……………………………………….

ii)                   Η Ελλάδα ……………………………………………………...

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ………………………………………….

i)                    Περίοδος 1974 – 1983 ………………………………………...

ii)                   Περίοδος 1984 – 1989 ………………………………………...

iii)                 Περίοδος 1990 έως Σήμερα …………………………………...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  …………………………………………………………

1

2

4

7

7

7

11

11

12

13

17

 

 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

            Στο σημείο αυτό και πριν επιχειρηθεί οποιαδήποτε ανάλυση κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στους βασικούς όρους που συνθέτουν το πρόβλημα με το οποίο θα ασχοληθούμε.

            Στην οικονομία ο όρος τεχνολογία αποτελεί την επιστημονική έκθεση των μέσων με τα οποία η πρώτη ύλη μετατρέπεται σε βιομηχανικό προϊόν. Ο κλάδος αυτός της επιστήμης ερευνά τις σχέσεις διαφόρων φυσικών και χημικών μεθόδων επεξεργασίας των πρώτων και ακατέργαστων υλών προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή τους σε έτοιμα αντικείμενα. Η σύγχρονη τεχνολογία έχει και τον έλεγχο των παραγωγικών εργασιών και παίζει αποφασιστικό ρόλο στην οικονομία μιας χώρας.

            Με τον όρο εργασία εννοούμε την πνευματική και σωματική προσπάθεια που καταβάλει ο άνθρωπος στη διαδικασία της παραγωγής για τη δημιουργία υλικών και άϋλων αγαθών με τα οποία θα ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι η εργασία αποτελεί ευσυνείδητη διανοητική και σωματική προσπάθεια του ανθρώπου με την οποία αυτός τείνει να αυξήσει την ποσότητα και να βελτιώσει την ποιότητα των αγαθών και υπηρεσιών που θα χρησιμοποιηθούν για τον περιορισμό της ανεπάρκειας και την καλύτερη δυνατή ικανοποίηση των απεριόριστων αναγκών του.

            Σε κάθε κοινωνία ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού μπορεί και θέλει να εργαστεί, ενώ τα υπόλοιπα άτομα δεν είναι σε θέση ή δεν ενδιαφέρονται να το κάνουν, για διάφορους λόγους. Η πρώτη κατηγορία ατόμων αποτελεί αυτό που ονομάζεται εργατικό δυναμικό ή ενεργός πληθυσμός της χώρας. Από αυτά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό απασχολούνται, ενώ τα υπόλοιπα είναι άνεργα, παρ’ όλο που ενδιαφέρονται να βρουν απασχόληση.

            Σε γενικές γραμμές άνεργοι χαρακτηρίζονται όσοι δεν απασχολούνται, αλλά αναζητούν εργασία ή περιμένουν να επιστρέψουν στη δουλειά τους. Για να θεωρηθεί κανείς άνεργος πρέπει όχι απλώς να ενδιαφέρεται να βρει δουλειά αλλά και να είναι διατεθειμένος να απασχοληθεί με τις οικονομικές και άλλες συνθήκες που ισχύουν στην οικονομία.

            Στην Ελλάδα το συνολικό εργατικό δυναμικό ανέρχεται σε 3.853.335 άτομα, εκ των οποίων το 8,2% έχει πτυχίο Ανώτερης Τεχνικής Επαγγελματικής  Εκπαίδευσης ( Α. Τ. Ε. Ε. ), το 14,2% πτυχίο Α. Ε. Ι. και μόνο το 0,4% μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών.

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Κατανομή Εργατικού Δυναμικού Με Βάση Το Επίπεδο Σπουδών

(Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε., 1993, www.eie.org.gr)

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Κατανομή Σε Σύνολο Εργατικού Δυναμικού 3.853.335

(Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε., 1993, www.eie.org.gr)

 

 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

 

            Η γέννηση της βιομηχανικής κοινωνίας είναι προϊόν μιας μακράς διαδικασίας, που διήρκεσε αιώνες και άρχισε με την επανεμφάνιση και την αναζωπύρωση της ζωής των πόλεων στο Μεσαίωνα και συγκεκριμένα από το 10ο, 11ο και 12ο αιώνα μ.Χ.

            Με την αναζωπύρωση της ζωής των πόλεων, που οφείλεται σε πολλούς συγκλίνοντες και εξαιρετικά σύνθετους λόγους, σημειώνονται τρία ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα.

            i) Δημιουργείται μια νέα αυτόνομη τρίτη τάξη παραγωγών (βιοτεχνών) και εμπόρων εκτός από τις δύο προϋπάρχουσες των φεουδαρχών και των αγροτών (δουλοπάροικων και ελεύθερων).

            ii) Ισχυροποιούνται οι πόλεις ως ανεξάρτητα και αυτοδύναμα πολιτικο-διοικητικά κέντρα, που επηρεάζουν πλέον αποφασιστικά τις εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη.

            iii) Αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς ο εκχρηματισμός της οικονομίας και αλλάζουν βαθμιαία οι οικονομικές σχέσεις.

            Η εισαγωγή της μηχανής στην παραγωγή είναι εκείνη που προκαλεί τη βιομηχανική επανάσταση, που σημειώνεται στην Αγγλία μεταξύ 1780 και 1820 και συμπαρασύρει στη δίνη της όλο το δυτικό ημισφαίριο.

            Μηχανές εισάγονται πρώτα στην υφαντουργία που στάθηκε κλάδος αιχμής της Αγγλικής βιομηχανικής ανάπτυξης. Με την ανακάλυψη του ατμού επαναστατικοποιείται σε ένα επόμενο βήμα η μεταλλουργία και σ’ ένα τρίτο πραγματοποιείται η λεγόμενη επανάσταση των σιδηροδρόμων (από το 1814). Με τη βιομηχανική επανάσταση κυριολεκτικά ανατρέπονται οι προϋφιστάμενες οικονομικές και κατ’ επέκταση οι κοινωνικές και πολιτικές δομές.

            Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας οι φυσικοί συντελεστές παραγωγής – έδαφος και εργασία – μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τον «κατασκευασμένο» συντελεστή παραγωγής το κεφάλαιο.

           

            Το επενδεδυμένο βιομηχανικό κεφάλαιο, τα μέσα παραγωγής, αυξάνουν τεράστια το παραγωγικό δυναμικό και συνδέεται έτσι η οικονομία με την τεχνολογία.

            Η εισαγωγή της τεχνολογίας στην παραγωγή οδηγεί στον καταμερισμό της εργασίας. Ο εργάτης δεν συμμετέχει πλέον σε όλη τη διαδικασίατης παραγωγής αλλά μόνο σε μια φάση της, η οποία είναι εντελώς περιορισμένη και απομονωμένη από το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας. Τα εργοστάσια για να πετύχουν αύξηση της παραγωγής, εξειδικεύουν τους εργάτες στην εφαρμογή ορισμένων μηχανικών και τυποποιημένων κινήσεων στη διαδικασία παραγωγής των προϊόντων, οι οποίες εκτελούνται μηχανικά και χωρίς σκέψη. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να κατασκευάζουν μεγάλες ποσότητες τυποποιημένων προϊόντων σε πολύ χαμηλές τιμές και να αποκομίζουν τεράστια κέρδη.

            Με τη νέα οργάνωση της εργασίας και την παροχή του πριμ η παραγωγή αυξάνεται. Η εξειδίκευση των εργατών είναι ευκολότερη, γιατί περιορίζεται σε ένα μόνο στάδιο της παραγωγής. Δημιουργούνται νέες κατηγορίες εργαζομένων στα εργοστάσια, όπως των τεχνικών και των τεχνολόγων μηχανικών, οι οποίοι βοηθούν να ξεφύγει η παραγωγή από τον εμπειρισμό και να βασιστεί σε επιστημονικές μεθόδους. Οι αμοιβές των εργαζομένων και ειδικότερα των εξειδικευμένων αυξάνονται. Ο ίδιος ο FORD το 1914, διατυπώνει την άποψη ότι υψηλή παραγωγή και υψηλά ημερομίσθια είναι συνδεδεμένα, εφόσον οι εργάτες αποτελούν μια δυναμική μάζα καταναλωτών. Ερεθισμένη κατάλληλα από τη διαφήμιση, η καταναλωτική αυτή δύναμη μπορεί να απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος των παραγόμενων προϊόντων.

            Όμως και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της νέας οργάνωσης της εργασίας είναι σημαντικότατες για την ψυχική ισορροπία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γίνεται πλέον βοηθητικό στοιχείο, εξάρτημα της μηχανής. Δεν μπορεί να αισθανθεί τη χαρά της προσωπικής δημιουργίας που δίνει η εργασία και αισθάνεται απομονωμένος απ’ αυτό που κάνει. Η αδιάκοπη επανάληψη τυποποιημένων κινήσεων οδηγεί στην αίσθηση της μονοτονίας, στην εξάλειψη κάθε προσωπικής σκέψης ή πρωτοβουλίας κατά την εκτέλεση της εργασίας. Λιγότερο η περισσότερο συνειδητά, αισθάνεται αλλοτριωμένος από ένα εκμηχανισμένο κόσμο, ο οποίος το μόνο που ζητεί από αυτόν είναι να παράγει συνεχώς περισσότερο και να καταναλώνει.

            Όλες αυτές οι μεταβολές όμως δεν γίνονται ομαλά. Η μετάβαση αυτή χαρακτηρίζεται από μια σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση η οποία θα πλήξει το 1929-30 την αστική τάξη και η οποία θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην πολιτική κατάσταση της εποχής αυτής.

 

Το νέο σύστημα οργάνωσης της εργασίας των Taylor-Ford. Το αυτοκίνητο οδηγείται αυτόματα στους εξειδικευμένους εργάτες.

 

 

 
 

 

 

 

 

 

 

Νέα Υόρκη, 1930. Άνεργοι Αμερικανοί

στέκονται στην ουρά περιμένοντας το

κρατικό συσσίτιο.

 
 

 

 

 

 


Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

            Ι.  Οι χώρες του Ο.Ο.Σ.Α.

 

            Στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. κατά τις τελευταίες δεκαετίες εκδηλώνεται  η τάση κλάδοι υψηλότερης τεχνολογικής έντασης να αυξάνουν ταχύτερα σε απασχόληση από παραδοσιακούς κλάδους. Αυτή η τάση δεν είναι απόλυτη, εκδηλώνεται όμως σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης. Η γεωργία φθίνει και οι υπηρεσίες αυξάνονται, κλάδοι υψηλής τεχνολογίας της  μεταποίησης αυξάνονται όταν η μεταποίηση στο σύνολό της μειώνεται απολύτως, κλάδοι των υπηρεσιών που απασχολούν περισσότερους εργαζόμενους υψηλών δεξιοτήτων αυξάνονται με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από εκείνους των υπολοίπων κλάδων των υπηρεσιών. Οι τάσεις αυτές μπορούν να ειδωθούν ως διαρθρωτικές αλλαγές που συμβαίνουν στα πλαίσια της μετάβασης σε μια «οικονομία βασισμένη στη γνώση».

           

            ΙΙ.  Η Ελλάδα

 

            Η Ελλάδα γενικώς ακολουθεί τις παραπάνω τάσεις και οι ρυθμοί μεταβολής είναι αντίστοιχοι με αυτούς των άλλων χωρών. Ιδιαίτερα οι μεταβολές που αφορούν τα μερίδια του αγροτικού τομέα και των υπηρεσιών, αλλά και οι αλλαγές στη σύνθεση κατά κλάδο των υπηρεσιών έχουν ρυθμούς λίγο ταχύτερους από ότι ο μέσος όρος των ανεπτυγμένων χωρών.  Στη μεταποίηση, μετά από μια περίοδο κρίσης στις αρχές της δεκαετίας του ’80, από το 1987 και μετά διστακτικά και συνολικότερα από το 1993 και μετά, οι κλάδοι μέσης και υψηλής τεχνολογίας ανακάμπτουν, πράγμα που συμβαίνει λιγότερο ή και καθόλου για τους κλάδους μέσης-χαμηλής και χαμηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές μακροπρόθεσμα υποσκάπτονται από την ιδιαίτερα χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας σε όλους τους κλάδους της μεταποίησης (περίπου το μισό του Ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά το διάστημα 1980 – 1994).

            Και στην Ελλάδα πάντως οι κλάδοι που χρησιμοποιούν αναλογικά περισσότερο κεφαλαιακό εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας, καθώς και εκείνοι που χρησιμοποιούν αναλογικά περισσότερους απασχολούμενους υψηλών δεξιοτήτων, τείνουν να αυξάνονται ταχύτερα – σε αριθμό απασχολουμένων – από κλάδους παραδοσιακότερους ως προς τη χρήση νέων τεχνολογιών και ανθρώπινου κεφαλαίου.

            Η ανάλυση της σύνθεσης των απασχολούμενων κατά επίπεδο δεξιοτήτων (σε απασχολούμενους υψηλών και χαμηλών δεξιοτήτων και ταυτόχρονα σε διανοητικά απασχολούμενους και χειρώνακτες) με βάση τα επαγγέλματα φανερώνει ότι σε όλες τις χώρες, για τις οποίες είναι διαθέσιμα στοιχεία, οι «Διανοητικά Εργαζόμενοι Χαμηλών Δεξιοτήτων» μειώνονται ταχύτερα από τις άλλες κατηγορίες απασχολούμενων. Γενικώς υπάρχει η τάση κατηγορίες απασχολούμενων με λιγότερα προσόντα να μειώνονται ταχύτερα από κατηγορίες υψηλών δεξιοτήτων. Αυτό ισχύει όχι μόνο σε επίπεδο συνόλου οικονομίας, αλλά και σε επίπεδο μεμονωμένων κλάδων και αφορά όλους τους κλάδους – ακόμη και  κλάδους χαμηλής τεχνολογίας. Αυτή η καθολικότητα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην απασχολησιμότητα ατόμων με λίγα προσόντα.

            Η Ελλάδα έχει υψηλότερη αύξηση του μεριδίου των «Διανοητικά Εργαζόμενων Υψηλών Δεξιοτήτων» στο σύνολο της απασχόλησης (σε διαφορά ποσοστιαίων μονάδων) από την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Για την Ελλάδα – και λιγότερο και για την Ιταλία – αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στο διαρθρωτικό παράγοντα, δηλαδή στην ταχύτερη αύξηση κλάδων με υψηλό μερίδιο «Διανοητικά Εργαζόμενων Υψηλών Δεξιοτήτων» και δη των υπηρεσιών. Αντίθετα, στις υπόλοιπες χώρες η συνιστώσα της αύξησης δεξιοτήτων «εντός των κλάδων» είναι αναλογικά ισχυρότερη από τη διαρθρωτική.

            Στην Ελλάδα ο ρυθμός αύξησης του μεριδίου των Διανοητικά Εργαζόμενων Υψηλών Δεξιοτήτων εντός των κλάδων της μεταποίησης «Χαμηλής και Μέσης-Χαμηλής  τεχνολογίας» είναι ταχύτερος από ότι στις άλλες χώρες (ταυτόχρονα τα επίπεδα των μεριδίων αυτών είναι ακόμη συγκριτικά χαμηλότερα). Στις υπηρεσίες, παρατηρείται αύξηση των Διανοητικά Εργαζόμενων Υψηλών Δεξιοτήτων εντός μεμονωμένων κλάδων μόνο στις υπηρεσίες Υψηλών Δεξιοτήτων και ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Στις Υπηρεσίες Χαμηλών Δεξιοτήτων παρατηρείται μείωση του μεριδίου των Διανοητικά Εργαζόμενων Υψηλών Δεξιοτήτων και ιδιαίτερα στις Τηλεπικοινωνίες (!). Γενικά, οι ρυθμοί της αύξησης των Διανοητικά εργαζόμενων Υψηλών Δεξιοτήτων εντός των κλάδων στις υπηρεσίες είναι ιδιαίτερα χαμηλοί σε σχέση με τις άλλες χώρες.

            Στο σύνολο της οικονομίας, αλλά και σε μεμονωμένους κλάδους, η απασχόληση όσων δεν έχουν τελειώσει το Γυμνάσιο έχει μειωθεί. Αντίθετα η απασχόληση αποφοίτων Λυκείου και Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξάνεται παντού.

            Η ερευνητική προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα – παρά τη σημαντική αύξηση του ποσοστού των ερευνητών – παραμένει ακόμα (αναλογικά) χαμηλή σε σύγκριση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους τομείς υψηλής και μέσης-υψηλής τεχνολογίας της μεταποίησης (πλην του Ηλεκτρολογικού Εξοπλισμού)

            Οι αμοιβές των χειρωνακτικά εργαζόμενων στη μεταποίηση μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1985 – 1994 κατά 1% ετησίως, ενώ οι αμοιβές των διανοητικά εργαζόμενων στη μεταποίηση έμειναν στάσιμες (σε σταθερές τιμές). Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες Ευρωπαϊκές χώρες όπου δεν καταγράφηκαν αυξήσεις (πραγματικών αμοιβών) κατά το παραπάνω διάστημα, πράγμα που εν μέρει ερμηνεύεται από τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας.

            Η μείωση της απασχόλησης και της αμοιβής των χειρωνακτικά εργαζόμενων είναι ένδειξη ότι η ζήτησή τους μειώνεται ταχύτερα από την προσφορά εργασίας σε αυτή την κατηγορία απασχολούμενων. Αντίθετα η αύξηση της απασχόλησης και η στασιμότητα των αμοιβών των διανοητικά απασχολούμενων είναι ένδειξη ότι η ζήτησή τους αυξάνεται με τον ίδιο περίπου ρυθμό με την προσφορά τους (σε επίπεδο συνόλου οικονομίας, χωρίς αυτό να αποκλείει ελλείψεις προσφερόμενων δεξιοτήτων σε αναλυτικότερο επίπεδο).

            Τα παραπάνω μαζί με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. όπου το ποσοστό ανεργίας δεν φθίνει όταν το επίπεδο σπουδών αυξάνεται αποτελούν ίσως ένδειξη ότι η χαμηλή προσφορά δεξιοτήτων συμπληρώνεται από τη χαμηλή ζήτηση δεξιοτήτων σε ένα φαύλο κύκλο. Η έξοδος από τον φαύλο κύκλο αυτό δεν εντοπίζεται μόνο στην καλυτέρευση της προσφοράς δεξιοτήτων – μέσω προγραμμάτων κατάρτισης, κλπ. -  αλλά και στην αποκατάσταση των μηχανισμών που διέπουν τη σχέση κερδοφορίας – παραγωγικότητας – αμοιβών.

 

Αύξηση της απασχόλησης και επίπεδο σπουδών (Πηγή Ε.Σ.Υ.Ε., Ε. Ε .Δ. )

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

 

            Ερχόμενοι στην Ελληνική πραγματικότητα, αν επιχειρήσουμε να μιλήσουμε για ύπαρξη τεχνολογικής πολιτικής, από τη μεταπολίτευση έως σήμερα, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στα ακόλουθα διαστήματα :

 

            α) Περίοδος 1974 – 1983

 

            Η τεχνολογική πολιτική περιορίστηκε στη χαμηλή δασμολογική επιβάρυνση και τις δασμολογικές ελαφρύνσεις για εισαγωγή μηχανημάτων και προσέλευση ξένων επενδύσεων. Η μεταφορά τεχνολογίας πήρε κυρίως το χαρακτήρα αγοράς τεχνολογίας ενσωματωμένης σε εισαγόμενα μηχανήματα και δευτερευόντως τη μορφή Licensing και αγοράς διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας από το εξωτερικό.

            Η πολιτική αυτή λειτούργησε θετικά στο βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο διάστημα, καθώς ευνοούσε τη γρήγορη μεγένθυση της οικονομίας και ελαχιστοποιούσε το κόστος της τεχνολογικής συσσώρευσης. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, επηρέασε ανασταλτικά την τεχνολογική ανάπτυξη.

            Και αυτό γιατί μια τέτοια τεχνολογική πολιτική μαζί με μια γενικότερη βιομηχανική πολιτική υψηλών φορολογικών κινήτρων, προστατευτισμού και χαμηλού κόστους εργασίας, διαμόρφωσε μια επενδυτική συμπεριφορά που έδινε ελάχιστη έμφαση στην τεχνολογική εμβάθυνση και ανανέωση, στην εφαρμοσμένη τεχνολογική έρευνα και στην ποιότητα των προϊόντων.

            Η παγίωση αυτής της επενδυτικής συμπεριφοράς σε συνδυασμό με την έλλειψη προγενέστερης βιομηχανικής παράδοσης και με το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων οδήγησε σε τεχνολογική εξάρτηση της χώρας μας από την εισαγόμενη τεχνολογία και δημιούργησε προβλήματα προσαρμογής της τελευταίας στις τοπικές συνθήκες.

                                                                    

β) Περίοδος 1984 – 1989

 

            Μόλις τη δεκαετία του ’80 έγιναν οι πρώτες απόπειρες διαμόρφωσης τεχνολογικής πολιτικής στη χώρα μας, τις οποίες επηρέασε και η ένταξή μας στην Ε.Ο.Κ. Η κρατική προσπάθεια υπήρξε ιδιαίτερα έντονη μεταξύ1984 – 1988 και επικεντρώθηκε στη δημιουργία τεχνολογικών και ερευνητικών υποδομών, στη συγκρότηση φορέων παροχής τεχνολογικών υπηρεσιών, στη χρηματοδότηση της ιδιωτικής βιομηχανικής έρευνας και των καινοτόμων πρωτοβουλιών, στη βελτίωση της τεχνολογικής εκπαίδευσης και στη σύνδεση Α. Ε. Ι. , ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων με τη βιομηχανία.

            Τα πενιχρά μέχρι σήμερα αποτελέσματα της κρατικής παρέμβασης έχουν να κάνουν με :

 

q       Την καθυστέρηση στη σύλληψη και εφαρμογή της τεχνολογικής πολιτικής στη χώρα μας, δεδομένου ότι είναι μια πολιτική μακράς απόδοσης.

q       Την περιορισμένη αξιοποίηση του θεσμικού πλαισίου από τους επιχειρηματίες.

q       Τις αδυναμίες του πλαισίου αυτού κυρίως στο επίπεδο συντονισμού των επί μέρους θεμάτων.

 

Έτσι το τεχνολογικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων εταίρων της στην Ε. Ε. διευρύνθηκε τη δεκαετία του ’80 παρά τις προόδους που σημειώθηκαν με την εντατικοποίηση της εγχώριας προσπάθειας για βιομηχανική έρευνα και ανάπτυξη τόσο από τους δημόσιους όσο και από τους ιδιωτικούς επιχειρηματικούς φορείς. Η μελέτη των γενικών οικονομικών δεικτών αποδεικνύει εξ’ άλλου τον αργό ρυθμό τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας την ίδια δεκαετία. Ο ρυθμός αυτός επιταχύνθηκε στη μεγάλη βιομηχανία μετά το 1986, ενώ σημείωσε σημαντική καθυστέρηση στη μικρή.

 

            γ) Περίοδος 1990 έως σήμερα.

 

            Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρχίζει να δημιουργείται και να αναπτύσσεται στη χώρα μας η λεγόμενη «νέα οικονομία» βασιζόμενη στα επιτεύγματα της πληροφορικής. Η επιστήμη της πληροφορικής συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση των δομών λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, των τραπεζών αλλά και γενικότερα των υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εισέρχονται στην αγορά ειδικευμένοι επιστήμονες, γνώστες της επιστήμης της πληροφορικής αλλά συγχρόνως δημιουργεί και μείωση της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών λόγω του προαναφερθέντος εκσυγχρονισμού.

            Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αλληλοσυγκρουόμενα παραδείγματα όσον αφορά την επίδραση τους στην απασχόληση.

            Αυτοματοποιημένα μηχανήματα, «ρομπότ» και ηλεκτρονικοί υπολογιστές μπορούν να εκτελέσουν πολλές αν όχι τις περισσότερες εργασίες. Στις μέρες μας με την εμφάνιση των Α. Τ. Μ.  τα οποία είναι διαθέσιμα 24 ώρες το 24ωρο οι συναλλαγές εκτελούνται σε ελάχιστο χρόνο. Ένα Α. Τ. Μ.  μπορεί να εκτελέσει πάνω από 2.000 συναλλαγές σε μια ημέρα. Αντίθετα ένας ταμίας τράπεζας εργάζεται 40 ώρες την εβδομάδα (εκ των οποίων μόνο οι 30 για συναλλαγές με το κοινό), αμείβεται, κάνει διαλείμματα, αρρωσταίνει, δικαιούται άδεια και έχει τη δυνατότητα εκτέλεσης το πολύ 200 συναλλαγών ημερησίως.  

            Αντίθετα κλασσικό παράδειγμα αύξησης της απασχόλησης αποτελούν τα λογιστήρια των επιχειρήσεων και υπηρεσιών, δημοσίων και ιδιωτικών στα οποία έχει γενικευτεί  η χρήση των Η/Υ και έχουν εισαχθεί νέες μέθοδοι εργασίας με αποτέλεσμα να βρίσκουν απασχόληση οι νέοι επιστήμονες εξειδικευμένοι στη χρήση και τον προγραμματισμό των Η/Υ.

            Βέβαια η τεχνολογία από μόνη της δεν είναι υπεύθυνη για την αύξηση ή μείωση της ανεργίας και αυτό γιατί η ανεργία είναι ένα φαινόμενο που σχετίζεται με τη διάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας.

            Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός του παραγωγικού συστήματος της Ελλάδας, όρος της αναβάθμισής της (ή απλώς της διατήρησης της θέσης της) στο διεθνές οικονομικό σύστημα θα προκαλεί στο μέλλον μια διαρκή πίεση στην απασχόληση. Οι μειώσεις της τελευταίας δεν είναι δυνατό να αντισταθμιστούν παρά μόνο με επιτάχυνση των επενδύσεων και αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού με στόχο την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Επομένως τρεις είναι οι παράγοντες που καθορίζουν αν η απασχόληση θα αυξηθεί ή θα μειωθεί.

            1. Ο ρυθμός εκμηχάνισης, που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία η εργασία αποκαθίσταται από λειτουργίες του συστήματος των μηχανών.

            2. Ο ρυθμός συσσώρευσης κεφαλαίου, που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία πραγματοποιούνται οι επενδύσεις, δηλαδή την ταχύτητα με την οποία επεκτείνεται η παραγωγική βάση της Ελληνικής Οικονομίας και

            3. Ο βαθμός χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


            Κατά την περίοδο 1970 – 1990, άλλοτε καλά και άλλοτε μέτρια οι πιο πάνω παράγοντες συνεργάστηκαν αρμονικά με στόχο την οικονομική ανάπτυξη και αύξηση της απασχόλησης (το ποσοστό ανεργίας το 1990 ήταν στο 7,8%).

            Από το 1990 και μετά μειώνεται η απασχόληση αφού και οι τρεις παράγοντες που την καθορίζουν είναι δυσμενείς με αποτέλεσμα η ανεργία στις μέρες μας να αγγίζει το 14%. Τούτο οφείλεται στο ότι η εκμηχάνιση συνεχίζεται με αξιοσημείωτους ρυθμούς, η παραγωγική βάση επεκτείνεται με βραδείς ρυθμούς και ο βαθμός χρησιμοποίησης παραγωγικού δυναμικού μειώνεται.

            Για να αντιμετωπισθεί λοιπόν η μείωση της απασχόλησης που προέρχεται από την εκμηχάνιση και την αυτοματοποίηση πρέπει να προχωρήσουμε σε διαρθρωτικές αλλαγές της παραγωγικής διαδικασίας ώστε να επιδράσουν ευεργετικά τα αποτελέσματα, της νέας τεχνολογίας, από την χρήση τους. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται, στον ευρωπαϊκό χώρο, οι κυβερνήσεις των κρατών – μελών και φυσικά η Ελληνική. Πρόβαλλαν σαν πανάκεια τις ακόλουθες λύσεις :

            1. Εκπαίδευση, Εκπαιδευτικά προγράμματα, προγράμματα επανεκπαίδευσης  (δια βίου μάθηση), επιμόρφωση σε νέες τεχνολογίες, χρήση Η/Υ κ.τ.λ.

2.      Δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω ανάπτυξης της οικονομίας.

Οι θέσεις των υπολοίπων κοινωνικών εταίρων είναι εκ διαμέτρου αντίθετες στο θέμα που μελετάμε. Οι μεν εργοδότες, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι αντίθετοι προς τη μείωση του χρόνου εργασίας και προβάλλουν τα επιχειρήματά τους. Το κύριο επιχείρημα είναι ότι το ωριαίο κόστος εργασίας θα αυξηθεί και τα Ελληνικά προϊόντα θα γίνουν λιγότερο ανταγωνιστικά. Οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να μεταφέρουν τη δραστηριότητά τους σε χώρες με φθηνότερα εργατικά χέρια. Προτείνουν να μειωθεί ο χρόνος εργασίας με ανάλογη μείωση αποδοχών, ώστε να παραμείνει σταθερό το ωριαίο κόστος εργασίας. Αυτό όμως δεν είναι αναδιανομή του εισοδήματος αλλά αναδιανομή της ανεργίας και παραβλέπουν την ιστορική πραγματικότητα ότι ο χρόνος εργασίας μειώνεται ανάλογα με την εξέλιξη της τεχνολογίας.

            Από την πλευρά του το συνδικαλιστικό κίνημα εστιάζει την διαπραγματευτική του στρατηγική, έχοντας υπ’ όψη τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και περισσότερο στις θεσμικές διεκδικήσεις που αυξάνουν την απασχόληση και λιγότερο στις διεκδικήσεις για μεγαλύτερες αποδοχές.

Μείωση των ωρών εργασίας, εξάλειψη της φοροδιαφυγής και της παράνομης εργασίας, κατάργηση της νόμιμης υπερωρίας, μεγαλύτερη διάρκεια θεσμοθετημένων αδειών κλπ.

Λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω κατανοούμε ότι η τεχνολογία δεν μπορεί παρά να αναπτύσσεται όσο αυξάνεται η επιστημονική γνώση, πράγμα που αποτελεί μέρος της ανθρώπινης φύσης. Άρα η οικονομική ανάπτυξη που είναι ο σκοπός μέσα από την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας καλείται να εξισορροπήσει ανάμεσα σε δύο αντίρροπες τάσεις, μιας τάσης που έχει δύναμη το κέρδος με στόχο την οικονομική ευημερία και μιας τάσης που έχει δύναμη τον άνθρωπο και την προστασία του περιβάλλοντος με στόχο την κοινωνική ευημερία.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

1. Περιοδικό ΕΡΓΑΣΙΑ, Τεύχος 9, Ιουλ. - Αυγ. 1996

2. Ο.Α.Ε.Δ. Γραφείο Τύπου, Δελτίο Τύπου 24/05/00

3. Ο.Α.Ε.Δ. Γραφείο Τύπου, Δελτίο Τύπου 06/05/00

4. Μαρκάτος, Ν. (τ. Πρύτανης ΕΜΠ)

·        Τεχνολογία, Ανάπτυξη και Ανεργία. Εφ. Καθημερινή 7/4/00

·        Η τεχνολογία καταλύτης για ανάπτυξη και ανεργία. Εφ. Έθνος 2/4/00 

5. Μανώλης, Ι. (ΓΓ. ΓΣΕΕ)

·        Η αλήθεια για την ανεργία και τις νέες τεχνολογίες Εφ. Ελ. Τύπος 28/3/00

6. Κατσανέβας Θ. (καθηγητής Παν. Πειραιά, Βουλευτής ΠΑΣΟΚ)

·        Η σύγχρονη τεχνολογία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.

               Εφ. Ναυτεμπορική 20/3/00

7. Ιωαννίδης, Ε. (1999), Τεχνολογία, Δεξιότητες και Απασχόληση στην  

    Ελλάδα : Διάρθρωση και Τάσεις. Αθήνα.

8. Φίλιας, Β. (1986), Κοινωνιολογία. Αθήνα